αθηνογεννημένος

αθηνογεννημένος
-η, -ο
1. αυτός που γεννήθηκε στην Αθήνα, ο Αθηναίος
2. λεπτός στους τρόπους, πρωτευουσιάνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”